Ο χρόνος συνεπής να περνά, και συ να μιλάς για βράχους και θάλασσες.
Η αλμύρα και η ένταση να μας μεθά,
και έτσι απλά να γινόμαστε ναύτης και σειρήνα.
Και τα μάτια ακούνητα και αβίαστα,
να χάνονται στα δικά σου, να γίνεται εξάρτηση το να ‘μαι εκεί κοντά σου.
Οι λέξεις πια ένας καπνός
χωρίς οστά και βάση,
σκιές, οσμές και θόρυβος
σαν τη ζωή δεξιά μας.
Ήταν γλυκό το όνειρο,
μα έπρεπε να ξυπνήσω
και σε ένα κύμα να χαθώ,
πρωτού άγκυρα αφήσω.