Κεφάλαιο 1. Νύχτα ίσως χιλιοστή.
Γύρισε σπίτι, έκλεισε την πόρτα πίσω του… Μάλλον την έκλεισε – δεν θυμάται – όλα γίνονται μηχανικά πια. Άφησε την τσάντα να οδηγηθεί από την βαρύτητα της στο πάτωμα, πέταξε το σακάκι και έλυσε με μανία σχεδόν τη γραβάτα… Λες και αυτή ήταν το λουρί που τον κρατούσε δέσμιο από το απαλό άγγιγμα του ήλιου που τον κοροϊδευε με παιδική άγνοια από το παράθυρο εκείνου του κυβικου τσιμεντένιου κτιρίου. Έτσι κι αυτός με τη σειρά του βυθίστηκε στην πολυθρόνα και κοίταξε το κενο για λίγα λεπτά. Άλλη μια μέρα… άλλη μια σειρά από λεπτά που σπατάλησε αφήνοντας αισθήματα να εγερθούν από καταστάσεις που δεν του ανήκουν και δεν ελέγχει. Άλλη μια μέρα που άφησε τον εαυτό του να θυμώσει για πολλά μάταια πράγματα στα οποία επέλεξε να εκθέσει τον εαυτό του εν όψει της εμπειρίας που αιτιολογεί τον αριθμό στο λογαριασμό του και του δίνει την ελπίδα πως αυτός θα αυξηθεί. Έτσι λοιπόν όπως κοίταζε το κενό το φως στο δωμάτιο γλύκανε με την ώρα…ταιριάζοντας με τη μελαγχολία που έβαψε λίγο μπλε τα μάτια του… Και το πνεύμα του ξεγυμνώθηκε για να βουτήξει στη θάλασσα που πλέον απλωνόταν στο μυαλό του… Το μυαλό του μουδιασμένο είχε πλέον μπλοκάρει κάθε θόρυβο που κορνίζαρε τη μέρα του και σιγά σιγά άρχισε να νιώθει μικροσκοπικά μόρια αλατιού να τρίβονται μεταξύ τους με σταθερό και ήπιο ρυθμό στην φορά του ανέμου που τα ύγρανε δημιουργώντας το πρώτο ντροπαλό κύμα της νύχτας.
Τραγούδι φόντου: https://youtu.be/OIT56_Y3knQ